επουλώνομαι

επουλώνομαι
επουλώνομαι, επουλώθηκα, επουλωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επασφαλίζω — ἐπασφαλίζω (AM) μσν. κλειδώνω, ασφαλίζω αρχ. 1. στερεώνω, στηρίζω 2. μέσ. ἐπασφαλίζομαι εξασφαλίζω 3. (για πηγή) επουλώνομαι, κλείνω …   Dictionary of Greek

  • εσχαρώνω — (Α ἐσχαρῶ, όω) [εσχάρα] 1. (για αλοιφές) σχηματίζω εσχάρα, κν, κακάδι, σε έλκος ή τραύμα, τό επουλώνω 2. παθ. εσχαρούμαι (για έλκη ή πληγές) επουλώνομαι, αποκτώ εσχάρα, κλείνω νεοελλ. αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω… …   Dictionary of Greek

  • θρέφω — (Μ θρέφω) 1. τρέφω 2. επουλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω, αναλογικά προς τα θρέψω, έθρεψα] …   Dictionary of Greek

  • καρκαδιάζω — [κάρκαδο] (για πληγή, τραύμα) σχηματίζω κάρκαδο ή κάκαδο, κοριάζω, αρχίζω να κλείνω, επουλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • κρεατώνω — [κρέας] 1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες τού σώματός μου («κρεατώσανε τ αρνιά») 2. (για πληγή) επουλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • μυλούμαι — μυλοῡμαι, όομαι (Α) (για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. τού μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα τού μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ.… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφυώ — έω, Α (για τραύματα) επουλώνομαι με την δημιουργία και ανάπτυξη σάρκας στην επιφάνειά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φυῶ (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. οδοντο φυώ, πτερο φυώ] …   Dictionary of Greek

  • συγκολλώ — συγκολλῶ, άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [κολλῶ] συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους αρχ. 1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ… …   Dictionary of Greek

  • συνάλθομαι — Α (για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • συνεπουλούμαι — όομαι, Α [ἐπουλῶ, ώνω] υφίσταμαι πλήρη επούλωση, επουλώνομαι τελείως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”